- ράπισμα
- το пощёчина, оплеуха
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ῥάπισμα — stroke neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ράπισμα — το / ῥάπισμα, ίσματος, ΝΜΑ [ῥαπίζω] χτύπημα στο πρόσωπο με ανοιχτή παλάμη τού χεριού (α. «oἱ ὑπηρέται ῥαπίσμασιν αὐτὸν ἔβαλλον», ΚΔ β. «ῥάπισμα κατεδέξατο ὁ ἐν Ἰορδάνῃ ἐλευθερώσας τὸν Ἀδάμ», εκκλ.) νεοελλ. μτφ. ηθική μείωση ή οδυνηρή έκπληξη… … Dictionary of Greek
ράπισμα — το, ατος κόλαφος μπάτσος: Δέχτηκε ξαφνικά ένα δυνατόράπισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ῥαπισμάτων — ῥάπισμα stroke neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥαπίσμασι — ῥάπισμα stroke neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥαπίσμασιν — ῥάπισμα stroke neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥαπίσματα — ῥάπισμα stroke neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥαπίσματι — ῥάπισμα stroke neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥαπίσματος — ῥάπισμα stroke neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
SALAPITTA — Graece ῥάπισμα, vide supra, Latini alapis dignus … Hofmann J. Lexicon universale
αεροναυτική — Σύνολο πειραματικών δεδομένων, τεχνικών εφαρμογών και ποικίλων δραστηριοτήτων, οι οποίες συνδέονται με τις συνθήκες που επιτρέπουν στον άνθρωπο να μετακινείται μέσα στη γήινη ατμόσφαιρα με συσκευές που κατασκευάζονται γι’ αυτό τον σκοπό. Τo… … Dictionary of Greek